πιττώ

πιττώ
-όω, Α
(αττ. τ.) βλ. πισσώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιττῶ — πισσῶ , πισσόομαι pres subj act 1st sg πισσῶ , πισσόομαι pres ind act 1st sg πισσῶ , πισσόω pitch over pres subj act 1st sg πισσῶ , πισσόω pitch over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσώνω — πισσῶ, όω, ΝΑ, αττ. τ. πιττῶ, όω Α [πίσσα:] χρίω, αλείφω κάτι με πίσσα, κατραμώνω («πισσοῡν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) αρχ. 1. επιχρίω ορειχάλκινα αγάλματα με πίσσα προκειμένου να κατασκευάσω τις μήτρες, τα καλούπια τους, ή αλείφω με πίσσα ορειχάλκινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”